- Καβάλα
- ηπόλη της ανατολικής Μακεδονίας, πρωτεύουσα του ομώνυμου νομού.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Καβάλα — Καβάλᾱ , Κάβαλα fem nom/voc/acc dual Καβάλᾱ , Καβάλης masc acc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κάβαλα — fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καβάλα — Πόλη (υψόμ. 53 μ., 58.663 κάτ.) και λιμάνι της Μακεδονίας, πρωτεύουσα του νομού Κ. και έδρα του ομώνυμου δήμου. Η Κ. είναι χτισμένη αμφιθεατρικά –ο αρχικός πυρήνας της πόλης είναι χτισμένος σε δύο λόφους, που τους ενώνει το παλιό μνημειώδες… … Dictionary of Greek
καβάλα — επίρρ., καβαλητά, καβαλικευτά: Καβάλα πάν στην εκκλησιά, καβάλα προσκυνάνε (δημ. τραγ.). η (λ. λατ.) 1. ιππασία: Έπειτα από πολλές προσπάθειες έμαθα καβάλα. 2.το ιππικό, οι καβαλάρηδες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Καβάλα — Sp Kavalà Ap Καβάλα/Kavala L įl., mst. ir nomas ŠR Graikijoje … Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė
Νέα Καβάλα — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 25 μ.) του νομού Κιλκίς … Dictionary of Greek
Παλαιά Καβάλα — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 360 μ.) του νομού Καβάλας. Βρίσκεται προς το κέντρο του νομού και σε απόσταση 17 χλμ. B της Καβάλας, έδρα του ομώνυμου δήμου … Dictionary of Greek
Καβάλας — Καβάλᾱς , Κάβαλα fem acc pl Καβάλᾱς , Κάβαλα fem gen sg (doric aeolic) Καβάλᾱς , Καβάλης masc acc pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Kavala — Καβάλα Kavala … Wikipedia Español
Βερούλη, Άννα — (Καβάλα 1957 –). Πρωταθλήτρια στίβου. Η Β. υπήρξε η αθλήτρια που συνέβαλε με τις διακρίσεις της στην αναγέννηση του ελληνικού αθλητισμού και στην προσέλκυση περισσότερων γυναικών στα στάδια του στίβου. Μεγάλωσε στην Καβάλα και εντάχθηκε στο… … Dictionary of Greek